Greek Meaning of pinkie

Μικρό δάχτυλο

Other Greek words related to Μικρό δάχτυλο

Definitions and Meaning of pinkie in English

Wordnet

pinkie (n)

the finger farthest from the thumb

FAQs About the word pinkie

Μικρό δάχτυλο

the finger farthest from the thumb

φουσκωμένος,καφέ,ροζ,ζεστός,αφράτος,φουσκωτός,κοκκινίζω,Χάλκινος,κοκκινισμένος,Κόκκινο

χλωμός,σταχτί,ζυμαρένιος,Χλωμό,φρικτός,αλευρώδης,χλωμός,χλωμός,χλωμός,μπουγάτσα

pink-eyed => Ροζ μάτια, pinkeye => επιπεφυκίτιδα, pinked => ροζ, pink-collar => ροζ γιακάς, pink-and-white everlasting => Ροζ και λευκό αμάραντο,