Greek Meaning of suntanned

μαυρισμένος

Other Greek words related to μαυρισμένος

Definitions and Meaning of suntanned in English

Wordnet

suntanned (s)

(of skin) having a tan color from exposure to the sun

FAQs About the word suntanned

μαυρισμένος

(of skin) having a tan color from exposure to the sun

Χάλκινος,καφέ,μαυρισμένος,ανθισμένος,ανθηρός,ροζ,ροζ,Κόκκινο,ροζ** (róz),ερυθρόχρους

χλωμός,σταχτί,ζυμαρένιος,Χλωμό,φρικτός,αλευρώδης,χλωμός,χλωμός,χλωμός,μπουγάτσα

suntan => ηλιοψημένος, sunsuit => Μαγιό, sunstruck => Ηλίαση, sunstroke => Θερμοπληξία, sunstone => Ηλιολιθος,