Greek Meaning of bloodless
αναίμακτος
Other Greek words related to αναίμακτος
- αντισηπτικό
- εύθραυστος
- Υγρός
- ψυχρός
- άκαρδος
- κρύο
- κατεψυγμένο
- παγετώδης
- άκαρδος
- παγωμένος
- άσπλαχνος
- Άψυχος
- αδιάφορος
- ανέμπνευστος
- αναίσθητος
- απόμακρος
- αδιάφορος
- αρκτικός
- χιλι
- κρύος
- κρύος
- Ψυχρός στα μάτια
- κουλ
- αποσπασμένος
- αποστασιοποιημένος
- παγωμένος
- Παγωμένο
- Σκληρόκαρδος
- απρόσωπος
- αδιάφορος
- ανελέητος
- κρατημένος
- αγέλαστος
- ανέκφραστος
- αδιάφορος
- ανεπιθύμητος
- αδιάφορος
- αναίσθητος
- ανανταγωνιστικό
- χειμωνιάτικος
- χιονώδης
- Δροσερός
- σκληρός βλέμμα
- αντικοινωνικός
- απόμακρος
- απόμακρος-η-ο
- ακοινώνητος
- αντικοινωνικός
Nearest Words of bloodless
- bloodless revolution => Αναίμακτη επανάσταση
- bloodlessly => αναίμακτα
- bloodlet => Φλεβοτόμος
- bloodletter => φλεβοτόμος
- bloodletting => φλεβοτομία
- bloodline => Αιματική γραμμή
- bloodlust => αιμοδιψία
- bloodmobile => κινητή μονάδα λήψης αίματος
- blood-oxygenation level dependent functional magnetic resonance imaging => Εξαρτώμενη από το επίπεδο οξυγόνωσης του αίματος λειτουργική μαγνητική τομογραφία
- blood-red => βαθύ κόκκινο
Definitions and Meaning of bloodless in English
bloodless (s)
destitute of blood or apparently so
without vigor or zest or energy
devoid of human emotion or feeling
anemic looking from illness or emotion
bloodless (a)
free from blood or bloodshed
bloodless (a.)
Destitute of blood, or apparently so; as, bloodless cheeks; lifeless; dead.
Not attended with shedding of blood, or slaughter; as, a bloodless victory.
Without spirit or activity.
FAQs About the word bloodless
αναίμακτος
destitute of blood or apparently so, free from blood or bloodshed, without vigor or zest or energy, devoid of human emotion or feeling, anemic looking from illn
αντισηπτικό,εύθραυστος,Υγρός,ψυχρός,άκαρδος,κρύο,κατεψυγμένο,παγετώδης,άκαρδος,παγωμένος
φιλικός,φιλικός,λαμπρός,χαρούμενος,γενναιόδωρος,συμπαθής,ζεστός,συμπονετικός,επιδεικτικός,πρόθυμος
bloodleaf => Αιμοφυλλίς, blooding => αιματηρός, bloodiness => αίματη, bloodily => αιματηρά, bloodied => αιματοβαμμένος,