Greek Meaning of whitened

λευκασμένος

Other Greek words related to λευκασμένος

Definitions and Meaning of whitened in English

Wordnet

whitened (s)

(of hair) having lost its color

Webster

whitened (imp. & p. p.)

of Whiten

FAQs About the word whitened

λευκασμένος

(of hair) having lost its colorof Whiten

Χλωμός,κέρινος,κηρώδης,λευκό,Αναιμικός,χλωμός,σταχτί,Λευκασμένος,αναίμακτος,πτωματώδης

ανθηρός,FLUSH,Κόκκινο,ροζ** (róz),ερυθρωπός,αισιόδοξος,ανθισμένος,κοκκινισμένος,καθαρόαιμος,φωτεινό

whiten => λεύκανση, white-man's foot => Γόμα του λευκού άντρα, whiteman's foot => πόδι λευκού ανθρώπου, whitely => λευκώδες, white-livered => δειλός,