Greek Meaning of pinpricking
τσίμπημα
Other Greek words related to τσίμπημα
- ξιφολόγχη
- μαχαιριά
- τρυπώντας
- σκουντούμπι
- μαχαιριά
- τσίμπημα
- Προνγκχορν
- διάτρηση
- κοπή
- ωθήση
- ξιφολόγχη
- Κοπή
- τρυπητό
- μαχαίρωμα
- διάτρησης
- τρύπημα
- κουήλινγκ (ή κουήλιγκ)
- γριφώδης
- τρέχω μέσα από
- φτύσιμο
- μαχαίρωμα
- διαπεραστικός
- Γκαρίνγκ
- Αρπουνάρισμα
- παλούκωμα
- διάτρηση
- ραμφίζω
- συγκομιδή
- τρύπημα
- σκαλισμός
- διάτρηση
- σουβλίζοντας
- δόρυ
- σπάικινγκ
- κλώση
- κολλώδης
- μαγευτικός
Nearest Words of pinpricking
Definitions and Meaning of pinpricking in English
pinpricking
to administer pinpricks, a small but unpleasant sensation, a small puncture made by or as if by a pin, a petty irritation or annoyance, to administer pinpricks to
FAQs About the word pinpricking
τσίμπημα
to administer pinpricks, a small but unpleasant sensation, a small puncture made by or as if by a pin, a petty irritation or annoyance, to administer pinpricks
ξιφολόγχη,μαχαιριά,τρυπώντας,σκουντούμπι,μαχαιριά,τσίμπημα,Προνγκχορν,διάτρηση,κοπή,ωθήση
No antonyms found.
pinpricked => Τσιμπημένο, pinpoints => εντοπίζει, pinpointing => εντοπισμός, pinpointed => ακριβής, pinning (on) => καρφίτσωμα (πάνω),