Greek Meaning of pinpointing
εντοπισμός
Other Greek words related to εντοπισμός
- εύρημα
- Αναγνώριση
- υπισχνόμενος
- Διάγνωση
- διακριτικός
- δακτυλοθεσία
- εντοπισμός
- αναγνωρίζοντας
- έλεγχος
- Αποκάλυψη
- ανακαλύπτω
- εξετάζω
- Ταυτοποίηση
- Αναγνώριση
- επιθεωρώντας
- ερευνώντας
- παρατηρώντας
- παρατηρώντας
- επιλέγοντας
- τοποθέτηση
- Βάζω το δάχτυλο μου
- αποκαλυπτικός
- εξεταστικός
- Επισημαίνοντας (έξω)
- διάστικτος
Nearest Words of pinpointing
Definitions and Meaning of pinpointing in English
pinpointing
located, fixed, or directed with great exactness, extremely fine or precise, to cause to stand out conspicuously, to fix, determine, or identify with precision, extremely fine or exact, to locate or aim with great precision or accuracy, the point of a pin, to locate or identify exactly, located, fixed, or directed with extreme precision, small as a pinpoint, something that is extremely small or insignificant, an extremely small or sharp point
FAQs About the word pinpointing
εντοπισμός
located, fixed, or directed with great exactness, extremely fine or precise, to cause to stand out conspicuously, to fix, determine, or identify with precision,
εύρημα,Αναγνώριση ,υπισχνόμενος,Διάγνωση,διακριτικός,δακτυλοθεσία,εντοπισμός,αναγνωρίζοντας,έλεγχος,Αποκάλυψη
απόκρυψη,μεταμφιέζοντας,κρύβοντας,καμουφλάζ,προσποιούμενος,προσομοίωση,πλαστογραφία,εξαπάτηση
pinpointed => ακριβής, pinning (on) => καρφίτσωμα (πάνω), pinning (down) => προσάρτηση (κάτω), pinned (on) => καρφιτσωμένος (σε), pinned (down) => καρφωμένος (κάτω),