Greek Meaning of shamming

εξαπάτηση

Other Greek words related to εξαπάτηση

Definitions and Meaning of shamming in English

Webster

shamming (p. pr. & vb. n.)

of Sham

FAQs About the word shamming

εξαπάτηση

of Sham

μανιέρα,Διπλότητα,πλαστό,ψευτιά,Πρόφαση,ευσέβεια ** _ ,επιτήδευση,τεχνητότητα,απάτη,εξαπάτηση

ειλικρίνεια,γνησιότητα,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,αφέλεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,Φυσικότητα

shammer => απατεώνας, shammed => ντροπιασμένος, shaming => ντροπιαστικό, shamer => ντροπιαστής, shame-proof => αναιδής,