FAQs About the word impaint

βάψιμο

To paint; to adorn with colors.

No synonyms found.

No antonyms found.

impaction => Απόφραξη, impacting => ο οποίος επηρεάζει, impacted tooth => έγκλειστος οδόντας, impacted fracture => Νεύρωση σύσπασης, impacted => επηρεασμένο,