Greek Meaning of devitalizing
αποζωογονητικό
Other Greek words related to αποζωογονητικό
- νεκρωτικό
- αποστράγγιση
- εξαντλητικό
- εξαντλητικός
- απολιθώνοντας
- εξασθένιση
- απονομευτικά
- Ευνουχίζω
- απόσβεση
- Απόσβεση
- εξουθενωτικό
- αποξηραίνω
- αποθαρρυντικός
- αποδυναμωτικό
- υπονομεύω
- Φορεμένος
- αφυδατωτικός
- λοβοτομία
- αποθαρρυντικός
- απογοητευτικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- κουραστικός
- Γκελντινγκ
- καίει
- κάνει μέσα
- εξαντλητικό (έξω)
- φθαρμένος
- διεγερτικός
- ενθαρρυντικός
- ενεργειακός
- αναζωογονητικός
- τονωτικός
- επιτάχυνση
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- ζωοποιητικό
- ζωογόνος
- υποκίνηση
- ενίσχυση
- φόρτιση
- ηλεκτριστικό
- συναρπαστικός
- ζύμωση
- απόλυση
- υποδαυλίζοντας
- γαλβανισμός
- υποκινητικός
- φλεγμονώδης
- εμπνευσμένος
- υποκινητικός
- προσάναμμα
- ανύψωση
- προκλητικός
- αναγεννητικός
- διεγερτικός
- σπινθήρας
- σκανδάλη
- μαστίγωμα (πάνω)
- επιπλέον
- επευφημώντας
- Ενθάρρυνση
- ενδυναμωτικός
- ενθαρρυντικός
- αναζωογονητικός
- ανανέωση
- αναζωογονώντας
- αναζωογονητικός
- αναβιωτικό
- φλεγμονώδης
- ενεργοποίηση
- αναζωογονητικός
- επαναφορά
- αφύπνιση
- επαναφόρτιση
- reenergizing
- επανενεργοποίηση
- αναζωογονητικός
- αναζωπυρώνω
- ανάσταση
Nearest Words of devitalizing
Definitions and Meaning of devitalizing in English
devitalizing
to deprive of life, vigor, or effectiveness, to refine (as foodstuffs) to the point that essential or desirable constituents are lost, to subject (a tooth or its pulp) to devitalization, to deprive of life or vitality
FAQs About the word devitalizing
αποζωογονητικό
to deprive of life, vigor, or effectiveness, to refine (as foodstuffs) to the point that essential or desirable constituents are lost, to subject (a tooth or it
νεκρωτικό,αποστράγγιση,εξαντλητικό,εξαντλητικός,απολιθώνοντας,εξασθένιση,απονομευτικά,Ευνουχίζω,απόσβεση,Απόσβεση
διεγερτικός,ενθαρρυντικός,ενεργειακός,αναζωογονητικός,τονωτικός,επιτάχυνση,διεγερτικό,Ανάδευση,ζωοποιητικό,ζωογόνος
devitalized => απονεκρωμένος, devisees => κληρονόμοι, devils => διάβολοι, devilishness => διαβολικότητα, deviations => αποκλίσεις,