Greek Meaning of closing (off)

κλείσιμο (απενεργοποίηση)

Other Greek words related to κλείσιμο (απενεργοποίηση)

Definitions and Meaning of closing (off) in English

closing (off)

to not allow (something) to be used for a period of time

FAQs About the word closing (off)

κλείσιμο (απενεργοποίηση)

to not allow (something) to be used for a period of time

Αποκλεισμός (κλείσιμο),φρούρηση,除非,Αποκλεισμός,Προβολή,Τείχιση (αποκλεισμός),οδοφράγματα,κουρτίνες (έξω),Ξιφασκία,πύλη

άνοιγμα,ξεμπλοκάρισμα,επαναλειτουργία,ξεμπλοκάρισμα,ξεβίδωμα

closing (down) => κλείσιμο (κλείσιμο), close-ups => κοντινές λήψεις, close-up => Κοντινό πλάνο, closets => ερμάρια, closeted => Κλειστό,