Greek Meaning of closing in (on)

Πλησιάζω (σε)

Other Greek words related to Πλησιάζω (σε)

Definitions and Meaning of closing in (on) in English

closing in (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word closing in (on)

Πλησιάζω (σε)

προσεγγίζοντας,εστίαση (σε),συγκλίνων,εστίαση,πλησιάζοντας,συγκεντρώνοντας,εστίαση,χοάνευση,Καναλοποίηση,συνάντηση

διακλάδωση,ανεμισμός (έξω),ακτινοβόλος,διαχεόμενο,διαλυτικός,διασπείρω,διαλυόμενος,Ριζοποίηση,Ακτινοβόλος

closing in => κλείνοντας, closing (off) => κλείσιμο (απενεργοποίηση), closing (down) => κλείσιμο (κλείσιμο), close-ups => κοντινές λήψεις, close-up => Κοντινό πλάνο,