Greek Meaning of closing in (on)
Πλησιάζω (σε)
Other Greek words related to Πλησιάζω (σε)
Nearest Words of closing in (on)
- closing one's doors to => κλείνοντας τις πόρτες του σε
- closing one's eyes to => Κλείνοντας τα μάτια τους σε
- closing out => κλείσιμο
- closing ranks => Κλείσιμο βαθμών
- closings => κλεισίματα¶
- closures => κλεισίματα
- clots => θρόμβοι
- cloudbursts => μπόρες
- cloud-cuckoo-lands => Νεφελοκοκκυγία
- cloudlands => Νεφοχώρα
Definitions and Meaning of closing in (on) in English
closing in (on)
No definition found for this word.
FAQs About the word closing in (on)
Πλησιάζω (σε)
προσεγγίζοντας,εστίαση (σε),συγκλίνων,εστίαση,πλησιάζοντας,συγκεντρώνοντας,εστίαση,χοάνευση,Καναλοποίηση,συνάντηση
διακλάδωση,ανεμισμός (έξω),ακτινοβόλος,διαχεόμενο,διαλυτικός,διασπείρω,διαλυόμενος,Ριζοποίηση,Ακτινοβόλος
closing in => κλείνοντας, closing (off) => κλείσιμο (απενεργοποίηση), closing (down) => κλείσιμο (κλείσιμο), close-ups => κοντινές λήψεις, close-up => Κοντινό πλάνο,