FAQs About the word barrier reef

Κοραλλιογενής Ύφαλος

a long coral reef near and parallel to the shore

κοραλλιογενής ύφαλος,Ατόλη,καϊ,νησί,κλειδί,νησί,νησίδα

ήπειρος,ηπειρωτική χώρα,κύριος

barrier island => Φράγμα-νησί, barrier => Φράγμα, barrie => Μπάρι, barricado => οδόφραγμα, barricading => οδοφράγματα,