Greek Meaning of castigated

‏επιμελήθηκε‏

Other Greek words related to ‏επιμελήθηκε‏

Definitions and Meaning of castigated in English

Webster

castigated (imp. & p. p.)

of Castigate

FAQs About the word castigated

‏επιμελήθηκε‏

of Castigate

κατηγορηθεί,διδάσκω,Επιτιμήθηκε,μάλωσε,κριτικάρετε,νουθετώ,επιτέθηκε,επικρίθηκε,τιμωρηθείς,ελαττωματικό

εγκρίθηκε,ενέκρινε,εγκεκριμένος,κυρώσεις,επαίνεσε,υμνεί,επαινεμένος

castigate => τιμωρώ, caster sugar => Καστοριανό ζαχαρόζουμο, caster => Ρόδα, castellation => επάλξεις, castellated => Πύργωμα,