Greek Meaning of yakked
κουβεντιάζω
Other Greek words related to κουβεντιάζω
- ψέλλισε
- κουβέντιαζε
- φλυαρώ
- βέλαξε
- έλεγε ασυναρτησίες
- συνομιλούσαν
- κουβέντιαζε
- κουτσομπολιούσε
- μπερδεύω λεξεις
- κουβέντιασε
- κουβέντιασε
- κουβέντιαζε
- διάσπαρτος
- Στάζει
- τρολαρίστηκε
- χουζούρευε
- γκρινιάζω
- οδηγούμενος
- σιελόρροια
- σάλιος
- κελάηδισε
- μπερδεμένος
- γνάθου
- προφορικός
- μούγγρισε
- ψιθύρισε
- μουρμούρισε
- Διάφορα σχέδια
- έτρεξε σε
- ταραγμένος
- φώναξε
- τραυλίζω
- τραυλίζω
- κουτσομπολιά
- μουρμουρίζοντας
- ουρλιάζει
- φώναξε
Nearest Words of yakked
Definitions and Meaning of yakked in English
yakked
joke, gag, a large long-haired wild or domesticated ox (Bos grunniens synonym B. mutus) of Tibet and adjacent elevated parts of central Asia, a large long-haired wild or domesticated ox of Tibet and nearby elevated parts of central Asia, laugh, persistent or voluble talk, to talk persistently
FAQs About the word yakked
κουβεντιάζω
joke, gag, a large long-haired wild or domesticated ox (Bos grunniens synonym B. mutus) of Tibet and adjacent elevated parts of central Asia, a large long-haire
ψέλλισε,κουβέντιαζε,φλυαρώ,βέλαξε,έλεγε ασυναρτησίες,συνομιλούσαν,κουβέντιαζε,κουτσομπολιούσε,μπερδεύω λεξεις,κουβέντιασε
αρθρωτά,προφέρεται,εκφωνημένος
yahoos => Yahoos, yacking => κουβέντα, yacked => μιλάω, yachts => Γιαχτες, yachted => να έχεις γιοτ,