Greek Meaning of chatted

συνομιλούσαν

Other Greek words related to συνομιλούσαν

Definitions and Meaning of chatted in English

Webster

chatted (imp. & p. p.)

of Chat

FAQs About the word chatted

συνομιλούσαν

of Chat

κουβέντιαζε,συνομίλησε,ταραγμένος,μίλησε,ψέλλισε,μίλησε,κάπνισε,κακαρίστηκε,ταλαιπωρημένος,Κουβέντιαζε

αρθρωτά,προφέρεται,εκφωνημένος

chattanooga => Τσαττανουγκα, chattahoochee river => Τσαταχούτσι, chattahoochee => Τσαταχούτσι, chatroom => Δωμάτιο συνομιλίας, chatoyment => απομίμηση του ματιού της γάτας,