Greek Meaning of cackling

χαχανίζοντας

Other Greek words related to χαχανίζοντας

Definitions and Meaning of cackling in English

Webster

cackling (p. pr. & vb. n.)

of Cackle

Webster

cackling (n.)

The broken noise of a goose or a hen.

FAQs About the word cackling

χαχανίζοντας

of Cackle, The broken noise of a goose or a hen.

κουβέντα,συνομιλώντας,ομιλώντας,συνομιλία,κουβέντα,κουβέντα,παζάρι,συζήτηση,κουβέντα,αεριοποίηση

ουρλιάζοντας,τραυλίζοντας,κλάμα,ουρλιαχτό,λυγμοί,θρηνούμενων,θρηνούντα,βέλασμα,γκρίνια,στεναγμός

cackler => κλωσσα, cackled => κακαρίστηκε, cackle => κακαρίζω, cackerel => σκουμπρί, cackel => κακαρίζω,