Greek Meaning of cackling
χαχανίζοντας
Other Greek words related to χαχανίζοντας
- κουβέντα
- συνομιλώντας
- ομιλώντας
- συνομιλία
- κουβέντα
- κουβέντα
- παζάρι
- συζήτηση
- κουβέντα
- αεριοποίηση
- κουτσομπολιό
- κουτσομπολιό
- μάσημα
- κουβέντα
- θόρυβος
- ραπ
- τρίζοντας
- επισκέπτης
- φυσάω καπνό
- Φλυαρία
- Κάμψεις
- κουβέντα
- kibitzing
- kibitzing
- κουβέντα
- κουβέντιαρης
- φλύαρος
- κουβέντα
- φλυαρία
- κουβεντιάζω
- κελαηδώντας
- ντεσκάτ
- κουτσομπολιό
- κουβεντούλα
- εκθέτοντας
- εκτελείται σε
- μιλώντας με γρήγορο ρυθμό
- κουβέντα
- κουτσομπολιό
- κουβέντα
- Κοκορομυξία
Nearest Words of cackling
Definitions and Meaning of cackling in English
cackling (p. pr. & vb. n.)
of Cackle
cackling (n.)
The broken noise of a goose or a hen.
FAQs About the word cackling
χαχανίζοντας
of Cackle, The broken noise of a goose or a hen.
κουβέντα,συνομιλώντας,ομιλώντας,συνομιλία,κουβέντα,κουβέντα,παζάρι,συζήτηση,κουβέντα,αεριοποίηση
ουρλιάζοντας,τραυλίζοντας,κλάμα,ουρλιαχτό,λυγμοί,θρηνούμενων,θρηνούντα,βέλασμα,γκρίνια,στεναγμός
cackler => κλωσσα, cackled => κακαρίστηκε, cackle => κακαρίζω, cackerel => σκουμπρί, cackel => κακαρίζω,