Greek Meaning of gassing
αεριοποίηση
Other Greek words related to αεριοποίηση
- συνομιλώντας
- ομιλώντας
- συνομιλία
- κουβέντα
- κουβέντα
- χαχανίζοντας
- παζάρι
- κουβέντα
- συζήτηση
- κουβέντα
- κουτσομπολιό
- κουτσομπολιό
- μάσημα
- κουβέντα
- θόρυβος
- ραπ
- τρίζοντας
- επισκέπτης
- φυσάω καπνό
- κουβεντούλα
- Φλυαρία
- Κάμψεις
- κουβέντα
- kibitzing
- kibitzing
- κουβέντα
- κουβέντιαρης
- φλύαρος
- εκτελείται σε
- κουβέντα
- φλυαρία
- κουβεντιάζω
- κελαηδώντας
- ντεσκάτ
- κουτσομπολιό
- εκθέτοντας
- μιλώντας με γρήγορο ρυθμό
- κουβέντα
- κουτσομπολιό
- κουβέντα
- Κοκορομυξία
- επιδεινούμενος
- αναστάτωση
- θυμωμένος
- ενοχλητικό
- ενοχλητικός
- Τρίψιμο
- διασταύρωση
- δυσάρεστος
- Εξαγριωτικό
- εκνευριστικός
- Ενοχλητικός
- αποκτώντας
- σίτα
- θυμίαμα
- φλεγμονώδης
- εξοργιστικός
- ερεθιστικός
- τρελός
- κνίδωση
- Εξοργιστικό
- ενοχλητικό
- πικάν
- προκλητικός
- εκνευριστικό
- Ανάστατος
- διεγερτικός
- ανακάτεμα
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- βάζω έξω
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- τριβή
- παρενόχληση
- παρενόχληση
- προσβλητικός
- προσβλητικός
- παρενόχληση
- πίκρα
- αναστατωτικός
- φλεγμονώδης
- ενοχλητικός
- που αχνίζει
- προσβλητικός
Nearest Words of gassing
Definitions and Meaning of gassing in English
gassing (n)
the process of interacting with gas
the deliberate act of poisoning some person or animal with gas
gassing (n.)
The process of passing cotton goods between two rollers and exposing them to numerous minute jets of gas to burn off the small fibers; any similar process of singeing.
Boasting; insincere or empty talk.
gassing (p. pr. & vb. n.)
of Gas
FAQs About the word gassing
αεριοποίηση
the process of interacting with gas, the deliberate act of poisoning some person or animal with gasThe process of passing cotton goods between two rollers and e
συνομιλώντας,ομιλώντας,συνομιλία,κουβέντα,κουβέντα,χαχανίζοντας,παζάρι,κουβέντα,συζήτηση,κουβέντα
επιδεινούμενος,αναστάτωση,θυμωμένος,ενοχλητικό,ενοχλητικός,Τρίψιμο,διασταύρωση,δυσάρεστος,Εξαγριωτικό,εκνευριστικός
gasserian => Γαγγλιο Gasseri, gassed => αεριοποιημένο, gasping => λαχανιάζοντας, gasped => λαχάνιασε, gaspar => Γκασπάρ,