Greek Meaning of misbehaved

άτακτος

Other Greek words related to άτακτος

Definitions and Meaning of misbehaved in English

Webster

misbehaved (imp. & p. p.)

of Misbehave

Webster

misbehaved (a.)

Guilty of ill behavior; illbred; rude.

FAQs About the word misbehaved

άτακτος

of Misbehave, Guilty of ill behavior; illbred; rude.

ανυπάκουσε,παραπλανημένος,επαναστάτησαν,που παίχτηκε,συμπεριφέρθηκε άσχημα,συνέχισε,Προκάλεσε τον Κάιν,Προκάλεσε την κόλαση,λύσσαξε,κόβω σε κομμάτια

ενήργησε,βαρετός,συμμορφώθηκε,πραγματοποιήθηκε,απελαθείς,υπάκουσα,επιλεγμένο,συλλεγέν,συντεθειμένος,σύμφωνος

misbehave => Να φέρεται άσχημα, misbegotten => κακότεχνος, misbegot => δυστυχής, misbefitting => ακατάλληλος, misbede => κακός,