Greek Meaning of kick-started

ξεκίνησε

Other Greek words related to ξεκίνησε

Definitions and Meaning of kick-started in English

kick-started

to start (something, such as a motorcycle) by means of a kick-starter, jump-start sense 2

FAQs About the word kick-started

ξεκίνησε

to start (something, such as a motorcycle) by means of a kick-starter, jump-start sense 2

ξεκίνησε,ανανεωμένος,αναζωπυρωμένη,αναστημένος,αναζωογονημένος,αναζωογονημένος,αναβίωσε,ενεργοποιημένος ξανά,αναζωογονημένος,επαναφορτιζόμενος

σκότωσα,καταπιεσμένη,σβησμένος,σβησμένο

kicks the bucket => πεθαίνει, kicks off => ξεκινάει, kicks in => Ισχύει, kicks => κλωτσιές, kickoffs => εκκινήσεις,