FAQs About the word rewoke

άναψε ξανά

to waken again or anew, to become awake again, to waken again

ανανεωμένος,αναβίωσε,αναζωογονημένος,επαναφορτιζόμενος,αναγεννημένος,ανανεωμένος,αναζωπυρωμένη,αναστημένος,αναζωογονημένος,αναζωογονημένος

σκότωσα,καταπιεσμένη,σβησμένος,σβησμένο

rewetting => Επανυγράνσεως, reweigh => ζυγίζω ξανά, rewashing => πλύσιμο, rewash => πλύσιμο ξανά, rewarming => επαναθέρμανση,