FAQs About the word rewarming

επαναθέρμανση

to make (something or someone) warm again

θέρμανση,υπερθέρμανση,επαναθέρμανση,Υπερθέρμανση,Απόψυξη,θέρμανση,ψησίματος,μαγείρεμα,το ψήσιμο,Τόσταρ

ψύξη,ψύξη,ανατριχιαστικός,κατάψυξη,γλάσο,γλάσο,Υπερψύξη

rewarmed => ξαναζεσταμένο, rewarm => επανθέρμανση, rewards => ανταμοιβές, rewaken => ξυπνήσει πάλι, revving (up) => επιτάχυνση (του ρυθμού),