Greek Meaning of rewarming
επαναθέρμανση
Other Greek words related to επαναθέρμανση
Nearest Words of rewarming
Definitions and Meaning of rewarming in English
rewarming
to make (something or someone) warm again
FAQs About the word rewarming
επαναθέρμανση
to make (something or someone) warm again
θέρμανση,υπερθέρμανση,επαναθέρμανση,Υπερθέρμανση,Απόψυξη,θέρμανση,ψησίματος,μαγείρεμα,το ψήσιμο,Τόσταρ
ψύξη,ψύξη,ανατριχιαστικός,κατάψυξη,γλάσο,γλάσο,Υπερψύξη
rewarmed => ξαναζεσταμένο, rewarm => επανθέρμανση, rewards => ανταμοιβές, rewaken => ξυπνήσει πάλι, revving (up) => επιτάχυνση (του ρυθμού),