FAQs About the word reworded

διατυπωμένο

to alter the wording of, to restate in other words, to state in different words, to repeat in the same words

μεταφρασμένο,παραφρασμένο,αναδιατυπωμένο,αναδιατυπωμένο,περίληψη,ανακεφαλαιωμένο,επανέλαβε,συνοψίστηκαν

αποσπασματικός,Επαναλαμβανόμενος,αντιγραμμένο,αναπαράγω,ηχώ,μεταγεγραμμένο

rewoke => άναψε ξανά, rewetting => Επανυγράνσεως, reweigh => ζυγίζω ξανά, rewashing => πλύσιμο, rewash => πλύσιμο ξανά,