Greek Meaning of unbanned
χωρίς απαγόρευση
Other Greek words related to χωρίς απαγόρευση
Nearest Words of unbanned
Definitions and Meaning of unbanned in English
unbanned
to remove a ban or prohibition from
FAQs About the word unbanned
χωρίς απαγόρευση
to remove a ban or prohibition from
αποδεκτό,έλαβε,καλωσόρισε,παραδεκτός,αγκαλιάστηκε,διασκεδασμένος,συμπεριλαμβανομένης,πήρε μέσα
απαγορευμένο,αποκλεισμένος,αποβλήθηκε,απαγορευμένος,αποκλείστηκε,εξαιρεθείς,Εξαιρούμενος,αποκλείστηκε,αποκλείω,μαύρη λίστα
unbandaging => αφαίρεση επιδέσμου, unbandaged => άδετος, unbandage => στήνω τον επίδεσμο, unban => απομπλοκάρισμα, unbalancing => ανισορροπία,