Greek Meaning of eliminator

εξαλειφτής

Other Greek words related to εξαλειφτής

Definitions and Meaning of eliminator in English

Wordnet

eliminator (n)

an agent that eliminates something

FAQs About the word eliminator

εξαλειφτής

an agent that eliminates something

απαγόρευση,εξαιρείς,αποτρέπω,απαγορεύω,εξορίσω,μπάρα,μετράω (έξω),αποκλείω,εκτός,εκβάλλω

ομολογώ,περιλαμβάνω,λαμβάνω,αποδέχομαι,αγκαλιάζω,Διασκέδαση,παίρνω,Καλώς ήρθατε (Kalos orisate)

eliminative => εξαλειπτικός, elimination tournament => Τουρνουά απoκλεισμού, elimination reaction => Αντίδραση απόσπασης, elimination => εξάλειψη, eliminating => εξαλείφοντας,