FAQs About the word exonerations

Απαλλαγές

to clear from a charge of wrongdoing or from blame, to clear from accusation or blame compare acquit, exculpate, to relieve of a responsibility, obligation, o

αθωώσεις,Ξέφωτα,συγχώρεση,δικαιώσεις,άφεσεις αμαρτιών,αθωώσεις,παραιτήσεις,εξιλεώσεις,συγχωρέσεις,εξιλεώσεις

Καταδίκες,κατηγορίες,κατηγορίες,λογοκρίνει,καταδίκες,Καταγγελίες

exits => έξοδοι, exiting => έξοδος, exited => βγήκε, exists => υπάρχει, existents => υπαρκτών,