Greek Meaning of filleting
Φιλετάρισμα
Other Greek words related to Φιλετάρισμα
- κυρίαρχος
- πλέξιμο
- φωτεινό
- καταδίωξη
- κέντημα
- φτέρωμα
- υπολογισμός
- Καθίζηση
- φάρδος
- κρόσσια
- στεφάνια
- κρεμαστό
- κορδόνια
- Ζωγραφική
- ταινιοσκόπηση
- στεφάνι
- αρίχνω
- κομπασμός
- δάπεδο βεράντας
- διακόσμηση
- κουρτίνα
- αναζωογονητικός
- φουρό
- γαρνίρισμα
- gemming
- επιχρύσωση
- κοσμήματα
- κοσμήματα
- παγίδευση
- Κοπή
- αξεσουάρ
- φιλιγκράν
- μαργαριταρένιο
- αναδιακόσμηση
- επανεκτέλεση
- έξυπνος
- ομορφαίνω (κάτι)
- διακοσμώντας
- διάταξη
- Εξώραϊση
- στολισμός
- οικόσημο
- κάνει
- σάλτσα
- στολισμός
- φλογερός
- Ανάγλυφη εκτύπωση
- εμπλουτίζων
- Γιρλάντες
- διακοσμώντας
- πλουτισμένο με μαργαριτάρια
- διακοσμώντας
- Διακόσμηση
- ρόμβος
- επισκευάζω
- ντύσιμο
- ντύσιμο
- Διακόσμηση
- να φτιάχνομαι
- στολισμός
- απάτη (έξω)
Nearest Words of filleting
- filleted => φιλεταρισμένος
- fillet of sole => Φιλέτο σόλας
- fillet => φιλέτο
- filler => Πλήρωση
- filled cheese => [Γεμιστό τυρί](https://translate.google.com/translate?sl=en&tl=el&u=https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C_%CF%84%CF%85%CF%81%CE%AF)
- filled => γεμάτος
- fille de chambre => | καμαριέρα
- fille => κορίτσι
- fillagree => φιλιγκράν
- fill up => συμπληρώνω
Definitions and Meaning of filleting in English
filleting (p. pr. & vb. n.)
of Fillet
filleting (n.)
The protecting of a joint, as between roof and parapet wall, with mortar, or cement, where flashing is employed in better work.
The material of which fillets are made; also, fillets, collectively.
FAQs About the word filleting
Φιλετάρισμα
of Fillet, The protecting of a joint, as between roof and parapet wall, with mortar, or cement, where flashing is employed in better work., The material of whic
κυρίαρχος,πλέξιμο,φωτεινό,καταδίωξη,κέντημα,φτέρωμα,υπολογισμός,Καθίζηση,φάρδος,κρόσσια
δυσφημούντες,παραμορφωτικός,αποσυναρμολόγηση,Εμφανίζοντας,εκθέτω,φθορά,αποκαλυπτικός,ουλή,απλούστευση,κακομαθαίνω
filleted => φιλεταρισμένος, fillet of sole => Φιλέτο σόλας, fillet => φιλέτο, filler => Πλήρωση, filled cheese => [Γεμιστό τυρί](https://translate.google.com/translate?sl=en&tl=el&u=https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C_%CF%84%CF%85%CF%81%CE%AF),