FAQs About the word fill up

συμπληρώνω

make full, also in a metaphorical sense, become full, fill or stop up, eat until one is sated

Μέσα από,εμπνέω,εγχέω,περάσει (σε),διαπερνώ,κορεσμός,μουλιάζω,απότομος,βρέχω,διεισδύω αμοιβαία

No antonyms found.

fill the bill => Πληρώνω το λογαριασμό, fill out => συμπληρώνω, fill in => συμπληρώνω, fill again => ξαναγεμίζω, fill => συμπληρώνω,