Greek Meaning of garnishing

γαρνίρισμα

Other Greek words related to γαρνίρισμα

Definitions and Meaning of garnishing in English

Webster

garnishing (p. pr. & vb. n.)

of Garnish

FAQs About the word garnishing

γαρνίρισμα

of Garnish

διακοσμώντας,διακόσμηση,κουρτίνα,διάταξη,Εξώραϊση,στολισμός,οικόσημο,δάπεδο βεράντας,κάνει,σάλτσα

δυσφημούντες,παραμορφωτικός,αποσυναρμολόγηση,Εμφανίζοντας,εκθέτω,φθορά,αποκαλυπτικός,ουλή,απλούστευση,κακομαθαίνω

garnisher => γαρνιτούρα, garnisheeing => κατάσχεση μισθού, garnisheed => Κατασχεμένος, garnishee => Κατάσχετος, garnished => γαρνιρισμένο,