Greek Meaning of garnisheeing
κατάσχεση μισθού
Other Greek words related to κατάσχεση μισθού
Nearest Words of garnisheeing
Definitions and Meaning of garnisheeing in English
garnisheeing (p. pr. & vb. n.)
of Garnishee
FAQs About the word garnisheeing
κατάσχεση μισθού
of Garnishee
συνδέω,δημεύω,προλαμβάνω,σφετεριστής,ιδιοποίηση,αλαζόνας,απαλλοτριώνοντας,αποθήκευση,ανάληψη,κατάσχεση
παράδοση,παραιτούμαι,Απελευθέρωση,απόδοση,στροφή,υποχωρητικός,παραχώρηση,δήμευση,παράδοση,εγκατάλειψη
garnisheed => Κατασχεμένος, garnishee => Κατάσχετος, garnished => γαρνιρισμένο, garnish => Γαρνιτούρα, garnierite => Γαρνιερίτης,