FAQs About the word garnisheeing

κατάσχεση μισθού

of Garnishee

συνδέω,δημεύω,προλαμβάνω,σφετεριστής,ιδιοποίηση,αλαζόνας,απαλλοτριώνοντας,αποθήκευση,ανάληψη,κατάσχεση

παράδοση,παραιτούμαι,Απελευθέρωση,απόδοση,στροφή,υποχωρητικός,παραχώρηση,δήμευση,παράδοση,εγκατάλειψη

garnisheed => Κατασχεμένος, garnishee => Κατάσχετος, garnished => γαρνιρισμένο, garnish => Γαρνιτούρα, garnierite => Γαρνιερίτης,