Greek Meaning of epochal
εποχιακός
Other Greek words related to εποχιακός
- κατακλυσμιαίος
- κρίσιμος
- Σεισμικός
- μοιραίος
- ζήτημα ζωής ή θανάτου
- ζωή ή θάνατος
- σημαντικός
- κατακλυσμιαίος
- κριτική
- Crossover
- στέψη
- κορυφούμενο
- αποφασίζοντας
- αποφασιστικός
- μεσημβρινός
- αποπληρωμή
- κρίσιμος
- Ζωτικός
- Υδατομάθεια
- κορυφαίος
- αποκαλυπτικός
- αποκαλυπτικός
- Απόγειο
- Εμμηνόπαυση
- κλιμακωτό
- κορυφαίος
- προχωράμε/σταματάμε
- υψηλός
- υψηλότερος
- κρίσιμη
Nearest Words of epochal
Definitions and Meaning of epochal in English
epochal (s)
highly significant or important especially bringing about or marking the beginning of a new development or era
epochal (a.)
Belonging to an epoch; of the nature of an epoch.
FAQs About the word epochal
εποχιακός
highly significant or important especially bringing about or marking the beginning of a new development or eraBelonging to an epoch; of the nature of an epoch.
κατακλυσμιαίος,κρίσιμος,Σεισμικός,μοιραίος,ζήτημα ζωής ή θανάτου,ζωή ή θάνατος,σημαντικός,κατακλυσμιαίος,κριτική,Crossover
αντικλιμακτικός,Ασημαντος,ασήμαντος,ασήμαντος,ασήμαντο,Αντικλιμάκιο,αναποφάσιστος,μη κρίσιμος
epocha => εποχή, epoch => εποχή, eploring => εξερεύνηση, epizooty => Εκδημία, epizootic => Επιζωοτία,