Greek Meaning of large-handed
πλαταंधροχος
Other Greek words related to πλαταंधροχος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of large-handed
- large-grained => χονδρόκοκκος
- large-flowering magnolia => Μαγνόλια με μεγάλα άνθη
- large-flowered fiddleneck => Μεγαλόλουστο λουλούδι με σχήμα βιολιού
- large-flowered calamint => Κρασούλα με μεγάλα άνθη
- large-capitalization => Μεγάλης κεφαλαιοποίησης
- large-capitalisation => μεγάλη κεφαλαιοποίηση
- large-cap => Μεγάλου κεφαλαίου
- large-acred => μεγάλης έκτασης
- large yellow lady's slipper => Μεγάλο κίτρινο κυριώνης παπούτσι
- large white petunia => Μεγάλη άσπρη πετούνια
- large-headed => κεφαλή μεγάλη
- large-hearted => γενναιόδωρος
- largeleaf holly => Αγριοελιά
- large-leafed => μεγαλόφυλλος
- large-leaved => πλατύφυλλος
- large-leaved aster => Αστέρι το πλατύφυλλο
- large-leaved cucumber tree => Λίμα φαρμακευτικά με μεγάλα φύλλα
- large-leaved magnolia => Μανόλια με μεγάλα φύλλα
- largely => σε μεγάλο βαθμό
- large-minded => Ευρύχωρος
Definitions and Meaning of large-handed in English
large-handed (a.)
Having large hands, Fig.: Taking, or giving, in large quantities; rapacious or bountiful.
FAQs About the word large-handed
πλαταंधροχος
Having large hands, Fig.: Taking, or giving, in large quantities; rapacious or bountiful.
No synonyms found.
No antonyms found.
large-grained => χονδρόκοκκος, large-flowering magnolia => Μαγνόλια με μεγάλα άνθη, large-flowered fiddleneck => Μεγαλόλουστο λουλούδι με σχήμα βιολιού, large-flowered calamint => Κρασούλα με μεγάλα άνθη, large-capitalization => Μεγάλης κεφαλαιοποίησης,