Greek Meaning of large-mouthed
πλατύστομος
Other Greek words related to πλατύστομος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of large-mouthed
- largemouth black bass => Μπας Μεγάλου Στόματος
- largemouth bass => Μπας με μεγάλο στόμα
- largemouth => Μπασομπούκα
- large-minded => Ευρύχωρος
- largely => σε μεγάλο βαθμό
- large-leaved magnolia => Μανόλια με μεγάλα φύλλα
- large-leaved cucumber tree => Λίμα φαρμακευτικά με μεγάλα φύλλα
- large-leaved aster => Αστέρι το πλατύφυλλο
- large-leaved => πλατύφυλλος
- large-leafed => μεγαλόφυλλος
- largemouthed bass => Black bass
- largemouthed black bass => Μπας με μεγάλο στόμα
- largeness => μέγεθος
- larger => μεγαλύτερος
- larger-than-life => Μεγαλύτερος από τη ζωή
- large-scale => μεγάλης κλίμακας
- largess => γενναιοδωρία
- largesse => γενναιοδωρία
- larget => μεγάλος
- large-toothed aspen => Σκληρόφυλλος λεύκη
Definitions and Meaning of large-mouthed in English
large-mouthed (s)
having a relatively large mouth
FAQs About the word large-mouthed
πλατύστομος
having a relatively large mouth
No synonyms found.
No antonyms found.
largemouth black bass => Μπας Μεγάλου Στόματος, largemouth bass => Μπας με μεγάλο στόμα, largemouth => Μπασομπούκα, large-minded => Ευρύχωρος, largely => σε μεγάλο βαθμό,