Greek Meaning of in part

Εν μέρει

Other Greek words related to Εν μέρει

Definitions and Meaning of in part in English

Wordnet

in part (r)

to some extent; in some degree; not wholly

FAQs About the word in part

Εν μέρει

to some extent; in some degree; not wholly

Αρκετά,μισό,στα μισά του δρόμου,εν μέρει,μερικώς,ελλιπώς,είδους,περισσότερο ή λιγότερο,μέρος,εν μέρει

απόλυτα,όλοι,συνολικά,ολοκληρωτικά,ολόκληρος,πλήρως,τέλεια,αρκετά,ολοκληρωτικά,ολοκληρωτικά

in other words => με άλλα λόγια, in order => προκειμένου, in operation => Σε λειτουργία, in one's own right => από μόνος του, in one's birthday suit => στα γενέθλιά του γυμνός,