Greek Meaning of in place

στη θέση του

Other Greek words related to στη θέση του

Definitions and Meaning of in place in English

Wordnet

in place (r)

in the original or natural place or site

FAQs About the word in place

στη θέση του

in the original or natural place or site

ακίνητος,ακίνητος,Ακίνητος,Στατικός,στάσιμος,γρήγορος,κατεψυγμένο,ακίνητος,αναιρούμενος,Στάσιμος

ρυθμιζόμενος,ευέλικτος,φορητός,κινητός,κινητός,μετακινούμενο,αρθρωτό,κινητικός,μη στάσιμος,φορητός

in person => αυτοπροσώπως, in perpetuity => διηνεκώς, in passing => παρεμπιπτόντως, in particular => ιδίως, in part => Εν μέρει,