Greek Meaning of displaceable

εκτοπίσιμος

Other Greek words related to εκτοπίσιμος

Definitions and Meaning of displaceable in English

Webster

displaceable (a.)

Capable of being displaced.

FAQs About the word displaceable

εκτοπίσιμος

Capable of being displaced.

ρυθμιζόμενος,αρθρωτό,φορητός,Αφαιρούμενος,αφαιρούμενο,μεταβιβάσιμο,μεταφερόμενος,ευέλικτος,κινητός,κινητός

ακίνητος,όρθιος,Στατικός,στάσιμος,ακίνητος,ακίνητος,ακίνητος,μη κινητικός,Ακίνητος,κατεψυγμένο

displace => εκτοπίζω, dispiteous => κακόβουλος, dispiritment => αποθάρρυνση, dispiriting => αποθαρρυντικός, dispiritedness => απογοήτευση,