Greek Meaning of stagnant
Στάσιμος
Other Greek words related to Στάσιμος
Nearest Words of stagnant
Definitions and Meaning of stagnant in English
stagnant (s)
not circulating or flowing
not growing or changing; without force or vitality
FAQs About the word stagnant
Στάσιμος
not circulating or flowing, not growing or changing; without force or vitality
κατεψυγμένο,ακίνητος,ακόμα,ακίνητος,αναιρούμενος,μη κινητικός,ριζωμένος,Στατικός,κολλημένος,γρήγορος
φορητός,κινητός,κινητός,μετακινούμενο,μη στάσιμος,τρέξιμο,ρυθμιζόμενος,ευέλικτος,αρθρωτό,κινητικός
stagnancy => Στασιμότητα, stagira => Στάγειρα, staging area => Χώρος συγκέντρωσης, staging => σκηνοθεσία, staginess => θεατρικότητα,