Greek Meaning of stagnation
Στασιμότητα
Other Greek words related to Στασιμότητα
Nearest Words of stagnation
Definitions and Meaning of stagnation in English
stagnation (n)
a state of inactivity (in business or art etc)
inactivity of liquids; being stagnant; standing still; without current or circulation
FAQs About the word stagnation
Στασιμότητα
a state of inactivity (in business or art etc), inactivity of liquids; being stagnant; standing still; without current or circulation
κατάθλιψη,ύφεση,πτώση,πανικός,προτομή,σύγκρουση,ρεύμα καθόδου,Καθοδική τάση,πτωτική τάση ,πτώση
ανάπτυξη,ανάπτυξη,Πρόοδος,πρόοδος,ανάκαμψη,άνθηση
stagnate => στασιμότητα, stagnant hypoxia => Υπόξια στάσιμης κατάστασης, stagnant anoxia => Στασιμη ανόξυα, stagnant => Στάσιμος, stagnancy => Στασιμότητα,