Greek Meaning of in passing
παρεμπιπτόντως
Other Greek words related to παρεμπιπτόντως
Nearest Words of in passing
Definitions and Meaning of in passing in English
in passing (r)
incidentally; in the course of doing something else
FAQs About the word in passing
παρεμπιπτόντως
incidentally; in the course of doing something else
Παρεμπιπτόντως,παρεμπιπτόντως,αποκλειστικά,παρεμπιπτόντως,επιφώνημα,παρεμπιπτόντως,Παρεμπιπτόντως,εν παρενθέσει,εφαπτομενικά,παρεμπιπτόντως
No antonyms found.
in particular => ιδίως, in part => Εν μέρει, in other words => με άλλα λόγια, in order => προκειμένου, in operation => Σε λειτουργία,