FAQs About the word in passing

παρεμπιπτόντως

incidentally; in the course of doing something else

Παρεμπιπτόντως,παρεμπιπτόντως,αποκλειστικά,παρεμπιπτόντως,επιφώνημα,παρεμπιπτόντως,Παρεμπιπτόντως,εν παρενθέσει,εφαπτομενικά,παρεμπιπτόντως

No antonyms found.

in particular => ιδίως, in part => Εν μέρει, in other words => με άλλα λόγια, in order => προκειμένου, in operation => Σε λειτουργία,