FAQs About the word dilatability

Διατασιμότητα

The quality of being dilatable, or admitting expansion; -- opposed to contractibility.

Αναπτύσσω,επεξεργάζομαι (για),μεγέθυνση (σε ή πάνω),επεκτείνω,Αναπτύσσω,συμπλήρωμα,προσθέτω (σε),ενισχύω,συμπλήρωμα,τρέχω

πυκνώνω,Σύμβαση,βραχύνω,συνοψίζω,συντομογραφία,Συντομεύω,συμπιέζω,περίγραμμα,συνοψίζω

dilapidator => σπάταλος, dilapidation => ερείπωση, dilapidating => ετοιμόρροπος, dilapidated => ερειπωμένος, dilapidate => καταστρέφω,