Greek Meaning of light-heartedly

ανέμελα

Other Greek words related to ανέμελα

Definitions and Meaning of light-heartedly in English

Wordnet

light-heartedly (r)

in a light-hearted manner

FAQs About the word light-heartedly

ανέμελα

in a light-hearted manner

ανέμελα,άνετα,ζωηρά,ζαλισμένα,ευχαρίστως,αστεϊζόμενος,χαρούμενα,χαρούμενα,χαμογελώντας,διασκεδαστικά

Αμείλικτα,σκοτεινά,απογοητευμένος,πολύ,άθλια,μελαγχολικά,δυστυχώς,ταπεινά,ζοφερά,απελπισμένα

light-hearted => ανέμελος, lighthearted => ανέμελος, lightheadedness => Ζάλη, light-headedly => Επιπόλαια, light-headed => Ζάλη,