Greek Meaning of validly
εγκύρως
Other Greek words related to εγκύρως
Nearest Words of validly
Definitions and Meaning of validly in English
validly (r)
with validity; in a valid manner
validly (adv.)
In a valid manner; so as to be valid.
FAQs About the word validly
εγκύρως
with validity; in a valid mannerIn a valid manner; so as to be valid.
δικαιολογημένα,Αρκετά,δικαιολογημένα,ευχάριστα,με σύνεση,λογικά,Λογικά,σοφά,προσεκτικά,ευγενικά
περιφρονητικά,σκληρά,με περιφρόνηση,ασεβώς,αναμάρτητα,αγενώς,περιφρονητικά,απερίσκεπτα,άδικα,κακόβουλα
validity => ισχύς, validatory => επικυρωτικός, validation => επικύρωση, validating => επικύρωση, validated => επικυρωμένος,