Greek Meaning of justifiably

δικαιολογημένα

Other Greek words related to δικαιολογημένα

Definitions and Meaning of justifiably in English

Wordnet

justifiably (r)

with good reason

FAQs About the word justifiably

δικαιολογημένα

with good reason

δικαιολογημένα,Αρκετά,ευχάριστα,με σύνεση,λογικά,Λογικά,εγκύρως,προσεκτικά,ευγενικά,διακριτικά

περιφρονητικά,σκληρά,με περιφρόνηση,ασεβώς,αναμάρτητα,αγενώς,περιφρονητικά,απερίσκεπτα,άδικα,κακόβουλα

justifiable => δικαιολογημένος, justicoat => Δίκαιο δικαστικό ένδυμα, justico => Δικαιοσύνη, justiciary => Δικαιοσύνη, justiciar => Δικαιοσύνη,