Greek Meaning of thriftily

οικονομικά

Other Greek words related to οικονομικά

Definitions and Meaning of thriftily in English

Wordnet

thriftily (r)

in a thrifty manner

Webster

thriftily (adv.)

In a thrifty manner.

Carefully; properly; becomingly.

FAQs About the word thriftily

οικονομικά

in a thrifty mannerIn a thrifty manner., Carefully; properly; becomingly.

φθηνά,οικονομικά,λιτά,φθηνά,πενιχρά,φτωχά,φειδωλά,συντηρητικά,μέτρια,με σύνεση

ακριβό,σπάταλα,μεγαλοπρεπώς,υψηλός,εντυπωσιακά,πλουσιοπάροχα,πολυτελώς,μεγαλοπρεπώς,μεγαλοπρεπώς, πλουσιοπάροχα,πλούσια

thrift institution => Ταμιευτήριο, thrift => λιτότητα, thrifallow => χέρσος γη, thridding => πέρασμα κλωστής, thridded => σπείρω,