Greek Meaning of insisted (on)
επέμενε (σε)
Other Greek words related to επέμενε (σε)
- ονομαζόμενος (για)
- ζητούσε
- πιεσμένοι (για)
- ζητηθείσα
- απαιτούμενο
- οριζόμενος για
- ρώτησε
- διεκδίκησε
- ζήτησε (κάτι)
- διέταξε
- έκλαψε (για)
- επιβεβλημένο
- εκτελείται
- αναγκαίος
- ικετεύω (για)
- ικέτευσε (για)
- τάχθηκε υπέρ (κάτι)
- αναζητούμενος
- παρενοχλημένος
- επιβεβλημένο
- απαραίτητος
- αναζητούμενα
- επιταγμένος
- πήρε
- εγγυημένος
Nearest Words of insisted (on)
Definitions and Meaning of insisted (on) in English
insisted (on)
No definition found for this word.
FAQs About the word insisted (on)
επέμενε (σε)
ονομαζόμενος (για),ζητούσε,πιεσμένοι (για),ζητηθείσα,απαιτούμενο,οριζόμενος για,ρώτησε,διεκδίκησε,ζήτησε (κάτι),διέταξε
παραιτήθηκε,παραδόθηκε,ενέδωσε,παραιτήθηκε
insist (on) => επιμένω (σε), insinuations => υπόνοιες, insinuates => υπαινίσσεται, insignificancies => ασήμαντες λεπτομέρειες, insignias => παράσημα,