Greek Meaning of enigmatology
Αινιγματολογία
Other Greek words related to Αινιγματολογία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of enigmatology
- enigmatography => Αινιγματογραφία
- enigmatizing => αινιγματικός
- enigmatized => αινιγματικό
- enigmatize => αινιγματικός
- enigmatist => Αινιγματολόγος
- enigmatically => αινιγματικά
- enigmatical canon => Αινιγματικός κανόνας
- enigmatical => αινιγματικός
- enigmatic canon => αινιγματικός κανόνας
- enigmatic => αινιγματικός
Definitions and Meaning of enigmatology in English
enigmatology (n.)
The art of making or of solving enigmas.
FAQs About the word enigmatology
Αινιγματολογία
The art of making or of solving enigmas.
No synonyms found.
No antonyms found.
enigmatography => Αινιγματογραφία, enigmatizing => αινιγματικός, enigmatized => αινιγματικό, enigmatize => αινιγματικός, enigmatist => Αινιγματολόγος,