FAQs About the word enigmatize

αινιγματικός

To make, or talk in, enigmas; to deal in riddles.

No synonyms found.

No antonyms found.

enigmatist => Αινιγματολόγος, enigmatically => αινιγματικά, enigmatical canon => Αινιγματικός κανόνας, enigmatical => αινιγματικός, enigmatic canon => αινιγματικός κανόνας,