Greek Meaning of lapped (up)

απορρόφησε (μέχρι)

Other Greek words related to απορρόφησε (μέχρι)

Definitions and Meaning of lapped (up) in English

lapped (up)

drink, to respond to enthusiastically or accept eagerly

FAQs About the word lapped (up)

απορρόφησε (μέχρι)

drink, to respond to enthusiastically or accept eagerly

έφαγε (όλο),ήπιε (σε),αγκαλιάστηκε,καλωσόρισε,υιοθετημένος,ευχαρίστηκα,χαιρετώ,χαιρέτησε,Μου άρεσε,διάλεξε

διστάζω για,αρνήθηκε,αντιτίθεμαι (σε),προσπέρασε,απορριφθείς,απορριπτόμενος,απορρίφθηκε,διαφώνησε (για),περιφρονημένος,πέταξε από πάνω

lapdogs => Σκύλοι γύρου, lap dog => Γυρισμένος, lap (up) => Δοκιμάζω με τόλμη, lanyards => κορδόνια, lanterns => φανάρια,