Greek Meaning of piquantness

καυστικότητα

Other Greek words related to καυστικότητα

Definitions and Meaning of piquantness in English

Wordnet

piquantness (n)

a tart spicy quality

the quality of being agreeably stimulating or mentally exciting

FAQs About the word piquantness

καυστικότητα

a tart spicy quality, the quality of being agreeably stimulating or mentally exciting

νόστιμος,συγκινητικός,καυστικός,αλμυρός,νόστιμο,αλμυρός,πικάντικο,πικάντικο,οξύς,δάγκωμα

ξηρός,επίπεδος,άνοστος,προβλέψιμος,άνοστος,άνυδρος,κοινότοπος,άγονο,Ανιαρός,βαρετό

piquantly => πικάντικα, piquant => πικάντικος, piquancy => πικαντίλα, piquance => πικάντικο, pipy => πίπι,