Greek Meaning of trifled (away)

σπαταλήθηκε

Other Greek words related to σπαταλήθηκε

Definitions and Meaning of trifled (away) in English

trifled (away)

No definition found for this word.

FAQs About the word trifled (away)

σπαταλήθηκε

σπαταλημένο (μακριά),χαμένος,δαπανηθεί,διασκορπισμένος,σπατάλησε,σπάταλος,σπαταλώ,παίζω με,έτρεξε μέσα,σπατάλησα

συντηρημένο,συντηρημένο,προστατευμένο,αποθηκευμένο,εξοικονομήσει,αποθησαυρισμένο,στον πάγκο,τσιγκούνης,φειδωλός

trifle (away) => ασήμαντο, trifecta => τριπλέτα, tries => προσπαθεί, tried-and-true => δοκιμασμένος χρόνο και καιρό, tried out => δοκίμασε,