FAQs About the word unseal

ανοίγω

break the seal ofTo break or remove the seal of; to open, as what is sealed; as, to unseal a letter., To disclose, as a secret.

λύνω,ξεκλειδώνω,ξεκλειδώνω,ξεμπαρώνω,Ξεβιδώνω,ελευθερώνω,ανοιχτό

κοντά,κλειδαριά,φτιάχνω,κλείνω,μπάρα,μπουλόνι,αλυσίδα,δένω,μάνταλο,φώκια

unscrutable => ανεξιχνίαστος, unscrupulousness => Αδίστακτος, unscrupulously => ανήθικα, unscrupulous => Αδίστακτος, unscripted => αυτοσχέδιο,